- γατοουρά
- και γατονουρά, η 1. η ουρά τής γάτας2. το φυτό Τριφύλλιον το στενόφυλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek